Όταν η φωτιά στο τζάκι σβήνει και η ατμόσφαιρα του σπιτιού είναι φτωχή σε οξυγόνο και πλούσια σε μονοξείδιο.
Όταν για ακόμα μια βραδιά τα εγγόνια προτίμησαν να βγούν και να το κάνουν στο πίσω κάθισμα κάποιου αυτοκινήτου απο το να κάτσουν σπίτι και να μιλήσουν στη γιαγιά.
Όταν η σκέψη του θανάτου είναι πιο βαριά απο οποιαδήποτε άλλη στιγμή και δεν θυμούνται αν το αναθεματισμένο το ζάχαρο που τους μέτρησε ο αγροτικός είναι 130 ή 330.
Σβήνουν.
Ζητούν το πιεσόμετρο.
Η νύφη (ή η βουλγάρα που τις προσέχει) δεν έχει αλλάξει μπαταρίες ή δεν ξέρει πού το έχουν.
Θυμώνουν. Η πίεση ανεβαίνει.
Συγχίζονται και τρέμουν.
("θα πάθω εγκεφαλικό")
Μπερδεύουν τα χάπια και τα πίνουν δυο δυο.
Και έρχονται στο Νοσοκομείο.
..................
"Γιαγιά, τι έχεις;"
"Γιόκα μου, δεν μπορώ. Σβήνω"
"Ζαλίζεσαι;"
"Δεν μπορώ"
"Πονάς;"
"Μου κοβόνται (sic) τα πόδια"
Πώς να μην σου κόβονται τα πόδια γιαγιά, όταν παίρνεις:
δύο χάπια για το διαβήτη ("το ζάχαρο"), δύο χάπια για την υπέρταση ("την πίεση"), ένα για τις αρρυθμίες ("της καρδιάς είναι τούτο"), δύο χάπια για την οστεοπόρωση ( "πού είναι το δεύτερο κουτί γιαγιά;" ) συν την καλσιτονίνη της (προφανώς...), ένα χάπι για την δυσλιπιδαιμία ("έχω χαμηλή χοληστερίνη της καρδιάς"), ένα αντιπηκτικό ("αντιπτητικό"), ένα - δύο για τον ίλιγγο, ένα για το στομάχι συν κανένα αντιφλεγμονώδες (στεροειδές ή μή) που έχει ξεμείνει απο καμιά οστεοαρθρίτιδα.
"Ωπ, τί είναι αυτό;"
(φάρμακο για τον προστάτη)
"Το παίρνω τρεις μήνες τώρα"
(απο τότε που ανακάτεψε τα φάρμακά της με αυτά του γέρου - τουλάχιστον κατάλαβα ποιός παίρνει το δεύτερο διφωσφονικό)
...................................................
Έρχονται τη νύχτα.
Ανάμεσα στις έντεκα και τις δύο το βράδυ.
Είναι η ώρα της γριάς.
Είναι περασμένες έντεκα. Σας αφήνω.
Έχω περιστατικό.
Αρλέτα - Ο Λύκος
(Είναι δώδεκα η ώρα / είναι η ώρα των τρελών...)
.